του Rolando Rodriguez*
Μετά από την απεργία πείνας**, ο Μέγια δραπέτευσε από την Κούβα και κατέφυγε πρόσφυγας στο Μεξικό. Ο Ματσάδο είχε διατάξει ήδη να τον δολοφονήσουν. Στο Μεξικό εντάχθηκε στην “Αμερικανική Αντιιμπεριαλιστική Ένωση” και έγινε μέλος της εκτελεστικής της επιτροπής. Στο μεταξύ, οι βενεζολάνοι φίλοι του Γουστάβο και Εδουάρδο Ματσάδο και Σαλβαδόρ ντε λα Πλάσα, είχαν γίνει αποδεκτοί ως μέλη στο Μεξικάνικο Κομμουνιστικό Κόμμα - τμήμα της 3ης Διεθνούς. Ο Μέγια δεν μπορούσε να το κάνει εκείνη τη στιγμή, γιατί εξ αιτίας της απεργίας πείνας το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κούβας τον είχε διαγράψει από τις γραμμές τους για απειθαρχία και μόνο μια παρέμβαση της 3ης Διεθνούς του επέτρεψε αργότερα να επανενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Κούβας καθώς και να γίνει μέλος του Μεξικάνικου Κομμουνιστικού Κόμματος. Εντάχθηκε επίσης, στην “Ένωση υπέρ των Καταδιωκόμενων Αγωνιστών” και στην “Αντικληρική Ένωση”.
Οι βενεζολάνοι ίδρυσαν στο Μεξικό το “Επαναστατικό Κόμμα Βενεζουέλας”(PRV) και ο Μέγια εντάχθηκε σε αυτό. Η ιδέα που είχαν συλλάβει οι Βενεζολάνοι και ο Μέγια για να ρίξουν την δικτατορία του Χουάν Βισέντε Γκόμες, ήταν να οργανώσουν τον αγώνα μέσω της ένοπλης πάλης αλλά δεν έμεινε εκεί. Ο κουβανός δεν εγκατέλειψε ούτε στιγμή το στόχο να ριχτεί κατευθείαν στη μάχη ενάντια στον Χεράρδο Ματσάδο και αν δεν του παρουσιάζονταν άλλη ευκαιρία πριν, μόλις έριχναν την δικτατορία του Καράκας, όλοι θα πήγαιναν να απελευθερώσουν την Κούβα από το αχρείο καθεστώς της.
Λίγο μετά, ο Μέγια έγινε μέλος της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής του PRV. Εκείνη την εποχή, το Μεξικάνικο Κομμουνιστικό Κόμμα, ενέκρινε την διπλή κομματική στράτευση, στις γραμμές του και σε ένα ακόμα επαναστατικό κόμμα άλλης χώρας. Με αυτόν τον τρόπο, αυτός ο χαρισματικός νέος με τη σπάνια διαύγεια, θα γινόταν όχι μόνο μέλος της κεντρικής επιτροπής του PRV, αλλά επίσης και μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Μεξικάνικου Κομουνιστικού Κόμματος. Όταν ο Ραφαέλ Καρίλο Ασπεϊτία, ο γενικός γραμματέας αυτού του μεξικάνικου ΚΚ, πήγε στη Μόσχα για να πάρει μέρος στο Έκτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο Μέγια τον αναπλήρωσε για αρκετούς μήνες.
Η φιγούρα του κουβανού ηγέτη ξεπερνούσε διαρκώς τα εθνικά σύνορα και το κύρος του ανέβαινε σε ολόκληρη την ήπειρο. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, ο Σαντίνο προκαλούσε τις δυνάμεις εισβολής των γιάνκις, που πατούσαν τα χώματα της Νικαράγουα με σκοπό να επιβάλλουν εκεί, την αδηφάγο θέληση της αυτοκρατορίας. Ο Μέγια, από πλευράς της “Αντιιμπεριαλιστικής Ένωσης”, της οποίας ήταν Ηπειρωτικός Γραμματέας και της “Διεθνούς Κόκκινης Βοήθειας”, πήρε μέρος στην ίδρυση και στη διεύθυνση της “Επιτροπής Κάτω τα Χέρια από τη Νικαράγουα (ΜAFUENIC).
Ωστόσο, η ανατροπή του Γκόμες συνέχιζε να οικοδομείται σαν βασικός στόχος του PRV και γι αυτό χρειάζονταν όπλα. Μόλις τα εξασφάλιζαν, οι βενεζολάνοι και ο Μέγια θα μίσθωναν ένα σκάφος και με αυτά τα όπλα θα ξεκινούσαν τον αγώνα στην Βενεζουέλα και μόλις ανέτρεπαν την δικτατορία, θα στρέφονταν στην Κούβα, με σκοπό να ρίξουν τον Ματσάδο από την εξουσία. “Εμείς είμασταν τόσο κουβανοί όσο ο Μέγια”, θα δήλωνε χρόνια μετά, ο Εδουάρδο Ματσάδο.
Πλατεία Μέγια, Αβάνα, απέναντι από το Πανεπιστήμιο |
Με σκοπό να φτάσουν τα όπλα, τα στελέχη τους είχαν επαφή με τον στρατηγό 'Αλβαρο Ομπρεγκόν, πρώην πρόεδρο της μεξικάνικης δημοκρατίας, που με κάθε βεβαιότητα θα γινόταν πρόεδρος του Μεξικό για δεύτερη φορά. Στις συνομιλίες με τον Ομπρεγκόν συμμετείχε και ο Μέγια. Φεύγοντας από την τελευταία συνάντηση, κατά την οποία ο Ομπρεγκόν τους έδειξε τα όπλα, ο Μέγια αγκάλιασε τον Εδουάρδο Ματσάδο, “Έχουμε ήδη τα όπλα”, του είπε, “Η Βενεζουέλα θα απελευθερωθεί”. Ωστόσο, ένα λάθος του βενεζολάνου στρατηγού Εμίλιο Αρέβαλο Κεδένιο, ματαίωσε το σχέδιο.
Σε λίγο, τον Φλεβάρη του 1927 ο Μέγια πήγε στο Βέλγιο για να πάρει μέρος στο Διεθνές Συνέδριο ενάντια στον Ιμπεριαλισμό και την Αποικιοκρατία, που θα πραγματοποιούνταν στις 10 και 15 αυτού του ίδιου μήνα στις Βρυξέλλες. Στο τέλος του συνεδρίου, ο Μέγια προσκλήθηκε να επισκεφτεί τη Μόσχα και έμεινε για αρκετές εβδομάδες στην σοβιετική χώρα. Στη Μόσχα είχε επαφές με αντιπροσώπους της ΚΟΜΙΝΤΕRΝ, της Συνδικαλιστικής Κόκκινης Διεθνούς (πήρε μέρος στο 6ο της Συνέδριο), της Διεθνούς Αγροτών και της Διεθνούς Κόκκινης Βοήθειας.
Στις 29 Αυγούστου ο Μέγια ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες, προφασιζόμενος οικονομικούς λόγους και μάλιστα ότι θα έφερνε και τη γυναίκα του μόλις σταθεροποιούσε τα οικονομικά του. Όμως, στην πραγματικότητα, τα σχέδιά του αφορούσαν την συνέχιση του αγώνα ενάντια στον Ματσάδο και με αυτό το σκοπό, καθοδηγούμενος από την στιβαρή επαναστατική του σκέψη, πήγε στη Νέα Υόρκη και αναζήτησε τη συνεργασία με την Εθνικιστική Ένωση, αν και ήξερε ότι ήταν μια οργάνωση με φιλελεύθερους – αστικούς προσανατολισμούς, όμως ήταν μια ισχυρή δύναμη που θα μπορούσε να εξυπηρετήσει το στόχο της ανατροπής του Ματσάδο. Με αυτό το σκοπό, συναντήθηκε και συζήτησε με τον Κάρλος Μεντιέτα.
Εκείνος ο πλατύς συνασπισμός που σκεφτόταν ο Μέγια για να χτυπήσει το καθεστώς, ήταν πλήρως εναρμονισμένος με την τακτική της ΚΟΜΙΝTERN εκείνη την περίοδο. Αυτή η συνομιλία με τον κορυφαίο εκπρόσωπο εκείνης της οργάνωσης, θα κόστιζε λίγο μετά στον Μέγια μια καταγγελία προς το Μεξικάνικο ΚΚ για απειθαρχία, από τον Ιταλό Βιτόριο Κοντοβίγια, αντιπρόσωπο της ΚΟΜΙΝΤERN στην Αργεντινή, ο οποίος τον κατηγόρησε ότι έδρασε χωρίς να συμβουλευτεί κανέναν και δίχως εξουσιοδότηση από το κόμμα. Όμως το μεξικάνικο κόμμα είχε μια εξαιρετική άποψη για τον Μέγια, άκρως αντίθετη από του Ιταλού που τον κατηγόρησε για το ταξίδι του στις ΗΠΑ. Ο κύριος λόγος γι αυτό, ήταν επειδή είχε εκφραστεί θετικά για τον Τρότσκι, σε ένα άρθρο που είχε γράψει για την κρίση στην Αγγλία. Έτσι, το μεξικάνικο κόμμα είπε ότι ο Μέγια ήταν εξουσιοδοτημένος για το ταξίδι και ότι στο κόμμα δεν υπήρχε κανένα τροτσκιστικό ρεύμα.
Στο μεταξύ, η κατάσταση στην Κούβα είχε γίνει κρίσιμη και ήδη τότε ο νεαρός κουβανός, ο οποίος ποτέ δεν εγκατέλειψε την ιδέα της πάλης ενάντια στον Ματσάδο, έθεσε σε πρώτη γραμμή τη μάχη για την απελευθέρωση του νησιού. Τους πρώτους μήνες του 1928. ο Μέγια ίδρυσε τον “Σύλλογο Επαναστατών Νέων Κουβανών Μεταναστών” (ANERC), μια οργάνωση με δημοκρατικό και ανοιχτό χαρακτήρα, στην οποία υπήρχε χώρος για τον καθένα που ήθελε να βάλει πλάτη ενάντια στην δικτατορία και να μεταρρυθμίσει με ριζοσπαστικό τρόπο την μισοαποικιακή κατάσταση της Κούβας, προχωρώντας μπροστά με αρκετές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.
Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, σε ένα άρθρο του με τίτλο “Που πάει η Κούβα;”, που δημοσιεύτηκε στο Cuba Libre, o Μέγια εξήγησε με σαφήνεια την αντίληψή του ότι η ανατροπή της κυβέρνησης Ματσάδο θα επιτυγχάνονταν με ένοπλο αγώνα και αυτό θα γινόταν – όπως επεδίωκε – συμμετέχοντας ενωμένοι τα μέλη της Εθνικιστικής Ένωσης και οι εργάτες. Σύμφωνα με τα λεγόμενά τους , η Κούβα θα προχωρούσε στο δρόμο μιας “δημοκρατικής, φιλελεύθερης και εθνικής επανάστασης, που ήταν ήδη προ των πυλών“.
Ο Μέγια, ο πιο ικανός διανοητής και θεωρητικός, ήταν αναμφισβήτητα ένας από τους πρώτους που άφησαν στην άκρη την ευρωκεντρική οπτική που εκείνη την εποχή στήριζε η Κομμουνιστική Διεθνής και έβγαλε το συμπέρασμα ότι δεν θα υπάρξει στην ήπειρο κοινωνική απελευθέρωση, χωρίς εθνική απελευθέρωση.
Όταν τον Ιούνη του 1928 ο Ματσάδο ανακηρύχτηκε μοναδικός υποψήφιος στις εκλογές του προσεχούς Νοέμβρη, ο Μέγια είδε ότι ήρθε η στιγμή να θέσει οριστικά σε εφαρμογή τα σχέδιά του. Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, ήδη είχε κατορθώσει, τα όπλα του Ομπρεγκόν που θα προορίζονταν να παραδοθούν αρχικά στο PRV, να χρησιμοποιηθούν και στον αγώνα ενάντια στον Ματσάδο. Ο Λεονάρντο Φερνάντες Σάντσες, ο βοηθός του, χρόνια μετά θα επεσήμανε, ότι θα αποκτούσαν τα όπλα από ένα φορτίο αρχικά προοριζόμενο για τον αγώνα ενάντια στον Χουάν Βισέντε Γκόμες.
Εν τω μεταξύ, τον Αύγουστο, ο Μέγια είχε ταξιδέψει με άκρα μυστικότητα στο λιμάνι της Βερακρούς, για να εξασφαλίσει τα μέσα με τα οποία θα μετέφερε την εκστρατεία στην Κούβα. Έτσι, αποφάσισε να στείλει τον Φερνάντες Σάντσες στο νησί. Αυτός έφτασε στην Κούβα στις 10 Οκτώβρη, με την αποστολή που του είχε αναθέσει ο Μέγια, να έρθει σε επαφή με τον Μαρτίνες Βιγένα, τον ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κούβας, για να εξασφαλίσει τη συμμετοχή του κόμματος στην επερχόμενη μάχη. Πρωταρχικός στόχος ήταν επίσης, να συζητήσει με τον Μεντιέτα, βασικό στέλεχος των Εθνικιστών, για να ευθυγραμμιστούν επιτέλους αυτές οι δυνάμεις σε μια συμπαγή μάζα ενάντια στην δικτατορία.
Όμως ο Φερνάντες Σάντσες μπόρεσε να βρεθεί μόνο με τον γέρο και ευγενή στρατηγό Φερμίν Περάσα, υπέρμαχο της ανεξαρτησίας, στο χώρο της εφημερίδας Εθνικιστική Ένωση. Δυστυχώς, στη συνάντηση πήρε μέρος και ο Ρέι Μερόδιο, προϊστάμενος του τυπογραφείου και μυστικός καταδότης της αστυνομίας. Ο αρχηγός της μυστικής αστυνομίας Σαντιάγο Τουρχίγιο, μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός, ενημέρωσε αμέσως τον Ματσάδο για τα σχέδια του Μέγια. Η είδηση επισφράγισε καθοριστικά την τελική απόφαση του δικτάτορα: O Μέγια έπρεπε να πεθάνει.
O Mατσάδο έψαξε για έναν συντηρητικό εγκληματία για να οργανώσει την δολοφονία του κουβανού ηγέτη και βρήκε τον Χοσέ Μαγκρίνιατ στον οποίο ανέθεσε προσωπικά την αποστολή. Αυτός έπρεπε να εκμεταλλευτεί την επαφή που είχε κάνει με τον Μέγια στο Μεξικό ως, υποτίθεται, αντιπολιτευόμενος και να διευθύνει την δράση των δύο εκτελεστών, του Αρτούρο Σαναμπρία και του Αγουστίν Λόπες Βαλίνιας, που είχαν σταλεί στο Μεξικό με αυτή την αποστολή.
Εν τω μεταξύ, ο Ματσάδο είχε πληροφορηθεί από τους πράκτορες στο Μεξικό, ότι ο Φερνάντες Σάντσες ήταν εξαφανισμένος από εκεί και έπρεπε να βρίσκεται στην Κούβα. Ο Λεονάρδο συνελήφθη την 1η Νοέμβρη. Πέρασαν μέρες στην Αβάνα μέχρι τις 27 Νοέμβρη, που μετά από πολλαπλές ενέργειες της οικογένειάς του μέσω προσωπικοτήτων φιλικώς κείμενων στο καθεστώς, ο Φερνάντες Σάντσες απελάθηκε στη Νέα Υόρκη και έτσι έσωσε τη ζωή του σχεδόν εκ θαύματος. Στις σημειώσεις του, αναφέρει ότι η αστυνομία τον πήγε στο καράβι και κάποιος από αυτούς τον ενημέρωσε ότι υπήρχε σχέδιο δολοφονίας του Μέγια και ότι η πληροφορία έρχονταν από το ίδιο το προεδρικό μέγαρο. Αμέσως, έγραψε στον Μέγια για να τον προειδοποιήσει και να του πει ότι ο Μαγκρίνιατ είχε πάει στο Μεξικό για να τον σκοτώσει. Αυτό το γράμμα θα έφτανε στις 11 Γενάρη 1929, αρκετά αργά.
Το βράδυ της 10ης Γενάρη 1929, ο νεαρός κουβανός καθόταν σε μια καντίνα στη γωνία Μπολίβαρ και Δημοκρατία του Σαλβαδόρ, μαζί με τον Μαγκρίνιατ ο οποίος τον είχε καλέσει, δήθεν, για να του πει για ένα θέμα που είχε πληροφορηθεί στην Κούβα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Μέγια την είχε γλυτώσει, ο ίδιος είχε ενημερώσει τον Φερνάντες Σάντσες, στην Νέα Υόρκη, ότι ο Μαγκρίνιατ του φαινόταν ύποπτος. Ωστόσο, αυτή την φορά δέχτηκε να τον δει, ίσως για να μάθει τι μπορούσε να του πει. Ο Μέγια δεν είχε καταλάβει ότι η συνάντηση ήταν μέρος της παγίδας.
Mε ένα φιλί όπως ο Ιούδας, ο δολοφόνος τον υπέδειξε στους εκτελεστές. Ο Μέγια έφυγε από την καντίνα και πήγε να πάρει την Τίνα Μοντότι, τη γυναίκα του, από τα γραφεία της εταιρείας Cable Co, στις εγκαταστάσεις της οποίας η φωτογράφος διατηρούσε ένα χώρο που διεύθυνε ο Σέρχιο Καρμπό, διευθυντής της εφημερίδας “Η Εβδομάδα”, το μόνο κουβανικό έντυπο που ακόμα δεν είχε υποταχθεί στον Ματσάδο. Ο Μέγια θα ζητούσε από τον Καρμπό, να διαψευστεί η υποτιθέμενη προσβολή στην κουβανική σημαία μέσω της οποίας είχαν επιχειρήσει να τον κηλιδώσουν και τον πληροφορούσε ότι θα έστελνε με το ταχυδρομείο τις λεπτομέρειες του συμβάντος.
Ο Μέγια, ο οποίος δεν είχε συμπληρώσει ακόμη τα 26 του χρόνια, διηγούνταν στην Τίνα τη συζήτηση με τον Μαγκρίνιατ ενώ περπατούσαν στη λεωφόρο Μορέλος και της εξηγούσε την καχυποψία του γι αυτό το υποκείμενο, όταν έστριψαν στην οδό Αβραάμ Γκονζάλες, όπου βρισκόταν το σπίτι τους. Είχαν διασχίσει μόλις λίγα μέτρα μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκαν πίσω τους δύο σκιές και ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί. Αρχικά, εμφανίστηκε ο Λόπες Βαλίνιας, ο οποίος έριξε και τους δύο πυροβολισμούς, γιατί ο άλλος δολοφόνος, ο Σαναμπρία, δεν βρήκε το κουράγιο να ρίξει.
Θανάσιμα τραυματισμένος ο κουβανός ηγέτης ψάχνοντας ενστικτωδώς καταφύγιο, επιχείρησε να διασχίσει τον δρόμο που δεν ήταν αρκετά φαρδύς και να φτάσει στο άλλο πεζοδρόμιο, αλλά δεν μπόρεσε και κατέρρευσε τη στιγμή που οι φονιάδες έφευγαν προς την λεωφόρο Μορέλος και η Τίνα άρχιζε να καλεί σε βοήθεια. Πεσμένος ο Μέγια, άρχισε τις καταγγελίες του: O Mατσάδο και η πρεσβεία, ήταν πίσω από την επίθεση, δήλωσαν μάρτυρες που βρέθηκαν εκεί. Επίσης διακήρυξε: “Πεθαίνω για την Επανάσταση”. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου πριν μπει στο χειρουργείο, επανέλαβε τις κατηγορίες του ενάντια στον Ματσάδο και υπέδειξε τον Μαγκρίνιατ ως σχετιζόμενο με την επίθεση. Ο Μέγια δεν κατάφερε να επιβιώσει από τα τραύματά του. Μετά τα μεσάνυχτα της 1ο Γενάρη, ο νεαρός, μόλις 25 ετών, Μέγια εξέπνευσε. Με τη θυσία του, η Κούβα είχε χάσει στο άνθος της ηλικίας του, τον πιο εξαιρετικό της ήρωα που αναδείχτηκε μετά τον Χοσέ Μαρτί.
*O Rolando Rodriguez είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας και μέλος της Ακαδημίας Ιστορίας της Κούβας.
** Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας Ματσάδο, ο Μέλια φυλακίστηκε λόγω της επαναστατικής του δράσης και προχώρησε σε πολυήμερη απεργία πείνας με αίτημα την αποφυλάκισή του. Αναπτύχθηκε Ένα μαζικό και πολύμορφο κίνημα αναπτύχθηκε τότε, αναγκάζοντας το καθεστώς να υποχωρήσει και να τον απελευθερώσει.
Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο atexnos.gr
Πλατεία Μέγια, Αβάνα, απέναντι από το Πανεπιστήμιο |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου