“Ένα Κομμουνιστικό Κόμμα, ακόμα και σε συνθήκες αρνητικής στροφής στο συσχετισμό των δυνάμεων, δίνει τη μάχη από τη σκοπιά του λαϊκού συμφέροντος και όχι του κεφαλαίου, ακόμα και αν κινδυνεύει να χάσει σε κάποια φάση της ταξικής πάλης”.
“Κι αν από κάποια ατυχία ή εξαιτίας κάποιου καπρίτσιου της μοίρας ηττηθούμε στην προσπάθειά μας, θα έχουμε πεθάνει ηρωϊκά, στο πεδίο της μάχης, θα γίνουμε ήρωες των μελλοντικών γενιών, κι έτσι θα εμπνεύσουμε τον τελικό θρίαμβο, ο οποίος θα έρθει αναπόδραστα ως αποτέλεσμα των διδαγμάτων που άφησε η θυσία μας για αυτούς που με συγκίνηση θα σηκώσουν ξανά τα λάβαρά μας. Αυτό θα ήταν γνήσια επαναστατική συμπεριφορά, ακλόνητη απόδειξη της πίστης μας στην καθοδηγητική γραμμή, με το αίμα μας να πιστοποιεί την απόλυτη ορθότητα και ισχύ της. Αυτοί που τώρα μας επικρίνουν θα ήταν οι πρώτοι που θα το ανακοίνωναν στα ηλεκτρονικά τους μπλογκ, θα αναλάμβαναν να εγείρουν μνημεία στη μνήμη μας, θα στεκόντουσαν αλύγιστοι και οργίλοι καθώς θα κρατούσαν ενός λεπτού σιγή προς τιμήν μας πριν ξεκινήσουν τις συνεδρίες τους”.
Στις 11 του περασμένου Δεκέμβρη, λίγες μέρες μετά την κηδεία του ιστορικού ηγέτη της κουβανικής Επανάστασης Φιντέλ Κάστρο Ρους και λίγο πριν δοθούν στη δημοσιότητα οι Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 20ο Συνέδριο του κόμματος, η εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ δημοσίευσε άρθρο με τίτλο, Σκληρή κριτική ΚΚΕ στο «αδελφό» κόμμα του Φιντέλ , «Εμπιστευτικό σημείωμα» για τα «λάθη» και τις «αυταπάτες» της ηγεσίας του ΚΚΚ.
Το άρθρο περιείχε, χωρίς πολύ σχολιασμό, το κείμενο του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ που απέστειλε το 2011 στην ΚΕ του ΚΚ Κούβας εν όψει του 6ου Συνεδρίου του κουβανικού ΚΚ. Η ύπαρξη τέτοιου κειμένου ήταν ήδη γνωστή, είχε κυκλοφορήσει εσωκομματικά και δεδομένου ότι – όσο έχουμε υπ όψη μας – δεν έχει διαψευστεί μέχρι τώρα, προφανώς πρέπει να θεωρηθεί έγκυρο.
Λίγες μέρες μετά, στις Θέσεις της ΚΕ που δόθηκαν στην δημοσιότητα η αναφορά στην Κούβα και την Επανάστασή της ήταν απλά παρεμπιπτόντως:
“Μετά την αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ, στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, η καπιταλιστικοποίηση της Κίνας και στη συνέχεια η ενίσχυση των καπιταλιστικών σχέσεων σε χώρες που επιδίωκαν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, όπως το Βιετνάμ και η Κούβα, χειροτέρευσαν την κατάσταση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα”.
Eτσι λοιπόν χαλαρά, χωρίς προηγούμενη συζήτηση στο κόμμα, η ΚΕ κατατάσσει την Κούβα στις χώρες που “επιδίωκαν” (δηλαδή στο παρελθόν, όχι τώρα) την σοσιαλιστική οικοδόμηση. Προφανώς αυτή η συζήτηση ούτε ανοίγει, ούτε κλείνει με βάση της προθέσεις κάποιας ΚΕ ή κάποιου αρθρογράφου.
Ωστόσο δεν είναι αυτό ακριβώς το θέμα του παρόντος κειμένου. Στο κείμενο που “διέρρευσε” στο ΒΗΜΑ αναφέρεται:
Το άρθρο περιείχε, χωρίς πολύ σχολιασμό, το κείμενο του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ που απέστειλε το 2011 στην ΚΕ του ΚΚ Κούβας εν όψει του 6ου Συνεδρίου του κουβανικού ΚΚ. Η ύπαρξη τέτοιου κειμένου ήταν ήδη γνωστή, είχε κυκλοφορήσει εσωκομματικά και δεδομένου ότι – όσο έχουμε υπ όψη μας – δεν έχει διαψευστεί μέχρι τώρα, προφανώς πρέπει να θεωρηθεί έγκυρο.
Λίγες μέρες μετά, στις Θέσεις της ΚΕ που δόθηκαν στην δημοσιότητα η αναφορά στην Κούβα και την Επανάστασή της ήταν απλά παρεμπιπτόντως:
“Μετά την αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ, στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, η καπιταλιστικοποίηση της Κίνας και στη συνέχεια η ενίσχυση των καπιταλιστικών σχέσεων σε χώρες που επιδίωκαν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, όπως το Βιετνάμ και η Κούβα, χειροτέρευσαν την κατάσταση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα”.
Eτσι λοιπόν χαλαρά, χωρίς προηγούμενη συζήτηση στο κόμμα, η ΚΕ κατατάσσει την Κούβα στις χώρες που “επιδίωκαν” (δηλαδή στο παρελθόν, όχι τώρα) την σοσιαλιστική οικοδόμηση. Προφανώς αυτή η συζήτηση ούτε ανοίγει, ούτε κλείνει με βάση της προθέσεις κάποιας ΚΕ ή κάποιου αρθρογράφου.
Ωστόσο δεν είναι αυτό ακριβώς το θέμα του παρόντος κειμένου. Στο κείμενο που “διέρρευσε” στο ΒΗΜΑ αναφέρεται:
[…]
«αναπαράγεται μια
“λαθολογία” για το δρόμο που ακολουθούσαν
ως τώρα, κυρίως λέγοντας πως “κακώς
αντέγραφαν”, χωρίς να διευκρινίζεται
συγκεκριμένα πού έκαναν λάθος».
Eδώ
υπάρχει μια σκόπιμη ανακρίβεια (για να
παραμείνουμε υποτυπωδώς ευγενείς). Οι
κουβανοί δεν μπορεί και δεν μιλάνε ότι
αντέγραφαν “στο δρόμο που ακολούθησαν
μέχρι τώρα” γιατί απλούστατα μετά το
1990 δεν υπήρχε τι να αντιγράψουν, καθώς
η κατάρρευση των σοσιαλιστικών χωρών
εξαφάνισε το “πρωτότυπο”.
Όμως
αρκετά χρόνια πριν, η κουβανική Επανάσταση
ξεκίνησε την “διαδικασία επανόρθωσης”,
η οποία έγινε γνωστή διεθνώς ως η
διαφωνία των κουβανών με την περεστρόικα
και εκεί περιγράφεται πολύ συγκεκριμένα
και τι αντέγραφαν και τι άλλαξαν.
Ας
αφήσουμε όμως τον Φιντέλ Κάστρο να μας
πει τι αντέγραφαν. Η ομιλία αυτή εκφωνήθηκε
στις 8 Οκτώβρη 1987 στην κεντρική τελετή
για την εικοστή επέτειο του θανάτου του
Ερνέστο Τσε Γκεβάρα.
Η εκδήλωση
πραγματοποιήθηκε στο εργοστάσιο
παραγωγής ηλεκτρονικών εξαρτημάτων
της πόλης Πινάρ ντελ Ρίο που είχε πρόσφατα
ανοίξει τις πύλες του.
Το κείμενο
πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα
Γκράνμα, όργανο του Κομμουνιστικού
Κόμματος της Κούβας στο φύλλο της 12
Οκτώβρη 1987.
Το παρόν αναδημοσιεύεται
από το βιβλίο του Κάρλος
Ταμπλάδα
“Η
πολιτική οικονομία της οικοδόμησης του
σοσιαλισμού” (Εκδόσεις Διεθνές Βήμα,
2014).
[...] Σήμερα, στην εικοστή επέτειο από τον θάνατο του Τσε· σήμερα, ενώ βρισκόμαστε στη μέση μιας βαθύτατης διαδικασίας επανόρθωσης στην οποία εμπλεκόμαστε όλοι, κατανοούμε πλήρως ότι επανόρθωση δεν σημαίνει εξτρεμισμός, ότι επανόρθωση δεν είναι δυνατό να σημαίνει ιδεαλισμός, ότι για κανένα λόγο δεν πρέπει να σημαίνει έλλειψη ρεαλισμού, ότι επανόρθωση δεν μπορεί ούτε να υποδηλώνει απότομες αλλαγές.
Όπως είπα νωρίτερα, επανόρθωση σημαίνει να αναζητούμε νέες λύσεις σε παλιά προβλήματα, διορθώνοντας πολλές αρνητικές τάσεις που αναπτύσσονταν · ότι η επανόρθωση περιλαμβάνει την ορθότερη χρήση του συστήματος και των μηχανισμών που διαθέτουμε σήμερα, ένα Σύστημα Οικονομικής Διαχείρισης και Σχεδιασμού το οποίο, όπως είπαμε στη συνεδρίαση των επιχειρήσεων, ήταν ένα άλογο κουτσό, ψωριάρικο με πολλές πληγές τις οποίες θεραπεύαμε με ιώδιο και γράφαμε φάρμακα, βάζαμε λάμες στο ένα πόδι και έτσι τακτοποιούσαμε, κουτσά στραβά, το σακάτικο άλογο. Είπα τότε ότι αυτό που οφείλουμε να κάνουμε τώρα είναι να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε αυτό το άλογο, γνωρίζοντας τις κακές του συνήθειες, τους κινδύνους που διατρέχουμε, πως κλοτσάει και τινάζεται για να ρίξει τον καβαλάρη, και να προσπαθήσουμε να το κατευθύνουμε στον δικό μας δρόμο και όχι να πάμε εκεί όπου θέλει αυτό να μας πάει. Προτείναμε ότι πρέπει πια να πάρουμε τα γκέμια στα χέρια μας!
Τι επανορθώνουμε; Επανορθώνουμε όλα εκείνα τα πράγματα και είναι πολλά τα οποία απομακρύνονταν από το επαναστατικό πνεύμα, την επαναστατική δουλειά, την επαναστατική αρετή, την επαναστατική προσπάθεια, την επαναστατική ευθύνη· όλα εκείνα τα πράγματα που απέκλιναν από το πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων. Επανορθώνουμε όλη την τσαπατσουλιά και τη μετριότητα που συνιστούν ακριβώς την άρνηση των ιδεών του Τσε, της επαναστατικής του σκέψης, του ύφους του, του πνεύματός του και του παραδείγματός του.
[…] Η άποψη του γραφειοκράτη, η άποψη του τεχνοκράτη ότι η εθελοντική εργασία δεν ήταν ούτε βασική, ούτε απαραίτητη, κέρδιζε όλο και περισσότερο έδαφος. Το σκεπτικό ήταν ότι η εθελοντική εργασία ήταν μια ανοησία, ότι ήταν σπατάλη χρόνου, ότι τα προβλήματα έπρεπε να επιλυθούν με υπερωρίες, και όλο και περισσότερες υπερωρίες, και μάλιστα ενώ ακόμα και η κανονική εργάσιμη μέρα δεν χρησιμοποιούνταν αποδοτικά.
Είχαμε βαλτώσει στη γραφειοκρατία, στο πλεονάζον προσωπικό, στους απαρχαιωμένους κανονισμούς εργασίας, στον βάλτο της κομπίνας, του ψεύδους. Είχαμε ξεπέσει σε ένα σωρό κακές συνήθειες για τις οποίες ο Τσε θα είχε φρίξει.
Γιατί αν ποτέ έλεγαν στον Τσε ότι κάποια μέρα θα υπήρχαν στην κουβανική επανάσταση επιχειρήσεις έτοιμες να κλέψουν προκειμένου να δείξουν ότι είναι κερδοφόρες, ο Τσε θα έφριττε. Ή αν του μιλούσαν για επιχειρήσεις οι οποίες, για να δείξουν ότι είναι κερδοφόρες και να απονείμουν χρηματικά βραβεία και ποιος ξέρει τι άλλα πριμ, θα πουλούσαν τα υλικά που τους παραχωρήθηκαν για τις εργασίες τους και θα κατέγραφαν τα έσοδα σαν να είχαν κατασκευάσει αυτά τα οποία είχαν αναλάβει να κατασκευάσουν, ο Τσε θα έφριττε. Και σας πληροφορώ ότι αυτό συνέβη στους δέκα πέντε δήμους της πρωτεύουσας της Δημοκρατίας, στις δέκα πέντε επιχειρήσεις υπεύθυνες για την επισκευή κατοικιών· και αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα. Εμφάνιζαν παραγωγή αξίας 8 εκ. πέσος τον χρόνο και όταν βάλαμε λίγη τάξη στο χάος, αποδείχθηκε ότι παρήγαγαν για λιγότερο από 4 εκ. πέσος. Δεν ήταν λοιπόν κερδοφόρες οι επιχειρήσεις αυτές. Ήταν κερδοφόρες μόνο όταν έκλεβαν.
Αν έλεγαν στον Τσε ότι θα εμφανίζονταν επιχειρήσεις οι οποίες, για να δείξουν ότι καλύπτουν και υπερκαλύπτουν το πλάνο, καταχωρούσαν την παραγωγή του Γενάρη στον Δεκέμβρη, ο Τσε θα έφριττε.
Ο Τσε θα ένιωθε φρίκη αν του έλεγαν ότι υπήρχαν επιχειρήσεις που κάλυπταν το σχέδιο παραγωγής τους, απονέμοντας και βραβεία για το κατόρθωμα της κάλυψης από πλευράς εσόδων, αλλά όχι από πλευράς παραγωγής.
Τι επανορθώνουμε; Επανορθώνουμε όλα εκείνα τα πράγματα και είναι πολλά τα οποία απομακρύνονταν από το επαναστατικό πνεύμα, την επαναστατική δουλειά, την επαναστατική αρετή, την επαναστατική προσπάθεια, την επαναστατική ευθύνη· όλα εκείνα τα πράγματα που απέκλιναν από το πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων. Επανορθώνουμε όλη την τσαπατσουλιά και τη μετριότητα που συνιστούν ακριβώς την άρνηση των ιδεών του Τσε, της επαναστατικής του σκέψης, του ύφους του, του πνεύματός του και του παραδείγματός του.
[…] Η άποψη του γραφειοκράτη, η άποψη του τεχνοκράτη ότι η εθελοντική εργασία δεν ήταν ούτε βασική, ούτε απαραίτητη, κέρδιζε όλο και περισσότερο έδαφος. Το σκεπτικό ήταν ότι η εθελοντική εργασία ήταν μια ανοησία, ότι ήταν σπατάλη χρόνου, ότι τα προβλήματα έπρεπε να επιλυθούν με υπερωρίες, και όλο και περισσότερες υπερωρίες, και μάλιστα ενώ ακόμα και η κανονική εργάσιμη μέρα δεν χρησιμοποιούνταν αποδοτικά.
Είχαμε βαλτώσει στη γραφειοκρατία, στο πλεονάζον προσωπικό, στους απαρχαιωμένους κανονισμούς εργασίας, στον βάλτο της κομπίνας, του ψεύδους. Είχαμε ξεπέσει σε ένα σωρό κακές συνήθειες για τις οποίες ο Τσε θα είχε φρίξει.
Γιατί αν ποτέ έλεγαν στον Τσε ότι κάποια μέρα θα υπήρχαν στην κουβανική επανάσταση επιχειρήσεις έτοιμες να κλέψουν προκειμένου να δείξουν ότι είναι κερδοφόρες, ο Τσε θα έφριττε. Ή αν του μιλούσαν για επιχειρήσεις οι οποίες, για να δείξουν ότι είναι κερδοφόρες και να απονείμουν χρηματικά βραβεία και ποιος ξέρει τι άλλα πριμ, θα πουλούσαν τα υλικά που τους παραχωρήθηκαν για τις εργασίες τους και θα κατέγραφαν τα έσοδα σαν να είχαν κατασκευάσει αυτά τα οποία είχαν αναλάβει να κατασκευάσουν, ο Τσε θα έφριττε. Και σας πληροφορώ ότι αυτό συνέβη στους δέκα πέντε δήμους της πρωτεύουσας της Δημοκρατίας, στις δέκα πέντε επιχειρήσεις υπεύθυνες για την επισκευή κατοικιών· και αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα. Εμφάνιζαν παραγωγή αξίας 8 εκ. πέσος τον χρόνο και όταν βάλαμε λίγη τάξη στο χάος, αποδείχθηκε ότι παρήγαγαν για λιγότερο από 4 εκ. πέσος. Δεν ήταν λοιπόν κερδοφόρες οι επιχειρήσεις αυτές. Ήταν κερδοφόρες μόνο όταν έκλεβαν.
Αν έλεγαν στον Τσε ότι θα εμφανίζονταν επιχειρήσεις οι οποίες, για να δείξουν ότι καλύπτουν και υπερκαλύπτουν το πλάνο, καταχωρούσαν την παραγωγή του Γενάρη στον Δεκέμβρη, ο Τσε θα έφριττε.
Ο Τσε θα ένιωθε φρίκη αν του έλεγαν ότι υπήρχαν επιχειρήσεις που κάλυπταν το σχέδιο παραγωγής τους, απονέμοντας και βραβεία για το κατόρθωμα της κάλυψης από πλευράς εσόδων, αλλά όχι από πλευράς παραγωγής.
[...] Ακολουθώντας αυτά τα μονοπάτια δεν θα φτάναμε ποτέ ούτε στον νέο άνθρωπο ούτε σε μια νέα κοινωνία. Ο Τσε θα ένιωθε φρίκη αν του έλεγαν ότι θα ερχόταν μια μέρα που θα πληρώνονταν πριμ κάθε λογής, όλο και περισσότερα πριμ, δίχως αυτά να έχουν κάποια σχέση με την παραγωγή.
Θα έφριττε ο Τσε αν μια μέρα έβλεπε ένα συγκρότημα επιχειρήσεων να βρίθει από καπιταλιστές της δεκάρας όπως τους αποκαλούμε εμείς να παίζουν το παιχνίδι του καπιταλισμού, να αρχίζουν να σκέπτονται και να ενεργούν ως καπιταλιστές, να ξεχνούν τη χώρα, να ξεχνούν τον λαό και τις υψηλές προδιαγραφές ποιότητας, επειδή η ποιότητα δεν έχει γι’ αυτούς καμία σημασία και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι τα χρήματα τα οποία κέρδιζαν χάρη στις χαμηλές νόρμες.
Και αν έβλεπε να εφαρμόζουν τις ποσοτικές νόρμες παραγωγής όχι μόνο στη χειρωνακτική εργασία πράγμα το οποίο έχει κάποια λογική, όπως όταν κόβεις ζαχαροκάλαμο ή κάνεις διάφορες άλλες χειρωνακτικές και σωματικές δραστηριότητες, αλλά ακόμα και στην πνευματική εργασία, σε κάποιον που δουλεύει στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση, και ότι εδώ, ακόμη και η δουλειά ενός χειρούργου είναι δυνατό να υπόκειται σε νόρμες να βάζει οποιονδήποτε κάτω από το νυστέρι ώστε να διπλασιάσει ή να τριπλασιάσει το εισόδημά του μπορώ ειλικρινά να δηλώσω ότι ο Τσε θα ένιωθε φρίκη, γιατί κανένας από αυτούς τους δρόμους δεν μπορούσε να μας οδηγήσει ποτέ στον κομμουνισμό.
Αντίθετα, αυτοί οι δρόμοι οδηγούν σε όλες τις αισχρές πρακτικές και στην αποξένωση του καπιταλισμού. Αυτοί οι δρόμοι, επαναλαμβάνω και ο Τσε το γνώριζε πολύ καλά, δεν θα μας οδηγούσαν ποτέ να οικοδομήσουμε τον πραγματικό σοσιαλισμό, ως το πρώτο και μεταβατικό στάδιο προς τον κομμουνισμό.
[…] Οι μικρομπριγάδες, οι οποίες διαλύθηκαν για χάρη τέτοιων μηχανισμών, ξαναγεννιούνται τώρα, σαν φοίνικες από τις στάχτες τους και μας δείχνουν το πραγματικό νόημα αυτού του μαζικού κινήματος, το νόημα αυτού του επαναστατικού δρόμου για την επίλυση των προβλημάτων που οι θεωρητικοί, οι τεχνοκράτες, αυτοί οι οποίοι δεν έχουν πίστη στον άνθρωπο και αυτοί οι οποίοι πιστεύουν στον καπιταλισμό της δεκάρας, είχαν φρενάρει και αποδιοργανώσει. Έτσι μας οδηγούσαν σε επικίνδυνες καταστάσεις.
Στην πρωτεύουσα, όπου πρωτοαναπτύχθηκαν οι μικρομπριγάδες και μας πικραίνει πολύ η σκέψη ότι πριν από δεκαπέντε χρόνια είχαμε βρει μια άριστη λύση για ένα τόσο ζωτικό πρόβλημα, διαλύθηκαν όταν βρίσκονταν στο απόγειό τους. Και έτσι στην πρωτεύουσα δεν είχαμε το ανθρώπινο δυναμικό ούτε για χτίσουμε κατοικίες· έτσι, τα προβλήματα συσσωρεύονταν, με δεκάδες χιλιάδες αναστηλωμένα σπίτια να κινδυνεύουν να καταρρεύσουν και να σκοτωθούν άνθρωποι.
Τώρα οι μικρομπριγάδες αναγεννήθηκαν και στην πρωτεύουσα υπάρχουν ήδη περισσότερα από 20.000 μέλη μικρομπριγάδων. Δεν βρίσκονται σε αντίθεση με το κουτσό μας άλογο, με το Σύστημα Οικονομικής Διαχείρισης και Σχεδιασμού, γιατί απλώς τα μέλη των μπριγάδων πληρώνονται από το εργοστάσιο ή όποιον άλλο χώρο εργασίας τους στέλνει στο εργοτάξιο, ενώ ο μισθός του μέλους της μικρομπριγάδας αποδίδεται στο εργοστάσιο ή στον χώρο εργασίας από το κράτος. Η διαφορά είναι ότι εκεί που ο μικρομπριγαδίστας θα εργαζόταν κανονικά πέντε ή έξι ώρες, στη μικρομπριγάδα εργάζεται δέκα, έντεκα ή δώδεκα ώρες κάνοντας τη δουλειά δύο ή τριών ανθρώπων και η επιχείρηση εξοικονομεί χρήματα.
Ο καπιταλιστής της δεκάρας δεν μπορεί να πει ότι καταστρέφεται η επιχείρησή του. Αντίθετα, μπορεί να πει: «Βοηθούν την επιχείρηση. Κάνω τη δουλειά με τριάντα, σαράντα ή πενήντα λιγότερους ανθρώπους και ξοδεύω λιγότερα σε μισθούς». Μπορεί να πει: «Θα είμαι κερδοφόρος ή, τουλάχιστον, θα χάνω λιγότερα χρήματα· θα μοιράσω περισσότερα χρηματικά βραβεία και πριμ, μιας και τα έξοδα για μισθούς θα περιοριστούν». Οργανώνει καλύτερα την παραγωγή, βρίσκει σπίτια για τη συλλογικότητα των εργαζομένων οι οποίοι, με τη σειρά τους, είναι πιο ευχαριστημένοι γιατί έχουν σπίτια έτοιμα. Οικοδομούνται κοινωνικά έργα, όπως ειδικά σχολεία, πολυκλινικές, παιδικοί σταθμοί για τα παιδιά των εργαζόμενων γυναικών, για την οικογένεια.
Με λίγα λόγια, κάνουμε τώρα τόσα πολλά εξαιρετικά χρήσιμα πράγματα, τα οποία το κράτος τα προχωρά χωρίς να ξοδεύει ούτε ένα λεπτό του πέσο παραπάνω για μισθούς. Αυτά είναι πραγματικά θαύματα! Θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε τους καπιταλιστές της δεκάρας και τους κερδοσκόπους οι οποίοι έχουν τυφλή εμπιστοσύνη στους μηχανισμούς και στις καπιταλιστικές κατηγορίες: Μπορείτε να πραγματοποιήσετε ένα τέτοιο θαύμα; Θα καταφέρνατε να χτίσετε στην πρωτεύουσα 20.000 κατοικίες χωρίς να ξοδέψετε ούτε ένα λεπτό του πέσο παραπάνω σε μισθούς; Θα μπορούσατε να χτίσετε σε έναν χρόνο πενήντα παιδικούς σταθμούς, χωρίς να ξοδέψετε ούτε ένα λεπτό του πέσο παραπάνω σε μισθούς, όταν στο πενταετές πλάνο προβλεπόταν να χτιστούν μόλις πέντε και δεν χτίστηκαν ούτε αυτά, ενώ 19.500 μητέρες περίμεναν μια θέση για τα παιδιά τους την οποία δεν έβλεπαν ποτέ να ανοίγει.
Με αυτούς τους ρυθμούς, θα σας έπαιρνε 100 χρόνια! Έως τότε θα είχαν πεθάνει και ευτυχώς, το ίδιο θα είχαν πάθει και όλοι οι τεχνοκράτες, οι καπιταλιστές της δεκάρας και οι γραφειοκράτες οι οποίοι εμποδίζουν την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. [Χειροκροτήματα] Θα είχαν πεθάνει, χωρίς να δουν ποτέ τους τον εκατοστό παιδικό σταθμό.
Θα έφριττε ο Τσε αν μια μέρα έβλεπε ένα συγκρότημα επιχειρήσεων να βρίθει από καπιταλιστές της δεκάρας όπως τους αποκαλούμε εμείς να παίζουν το παιχνίδι του καπιταλισμού, να αρχίζουν να σκέπτονται και να ενεργούν ως καπιταλιστές, να ξεχνούν τη χώρα, να ξεχνούν τον λαό και τις υψηλές προδιαγραφές ποιότητας, επειδή η ποιότητα δεν έχει γι’ αυτούς καμία σημασία και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι τα χρήματα τα οποία κέρδιζαν χάρη στις χαμηλές νόρμες.
Και αν έβλεπε να εφαρμόζουν τις ποσοτικές νόρμες παραγωγής όχι μόνο στη χειρωνακτική εργασία πράγμα το οποίο έχει κάποια λογική, όπως όταν κόβεις ζαχαροκάλαμο ή κάνεις διάφορες άλλες χειρωνακτικές και σωματικές δραστηριότητες, αλλά ακόμα και στην πνευματική εργασία, σε κάποιον που δουλεύει στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση, και ότι εδώ, ακόμη και η δουλειά ενός χειρούργου είναι δυνατό να υπόκειται σε νόρμες να βάζει οποιονδήποτε κάτω από το νυστέρι ώστε να διπλασιάσει ή να τριπλασιάσει το εισόδημά του μπορώ ειλικρινά να δηλώσω ότι ο Τσε θα ένιωθε φρίκη, γιατί κανένας από αυτούς τους δρόμους δεν μπορούσε να μας οδηγήσει ποτέ στον κομμουνισμό.
Αντίθετα, αυτοί οι δρόμοι οδηγούν σε όλες τις αισχρές πρακτικές και στην αποξένωση του καπιταλισμού. Αυτοί οι δρόμοι, επαναλαμβάνω και ο Τσε το γνώριζε πολύ καλά, δεν θα μας οδηγούσαν ποτέ να οικοδομήσουμε τον πραγματικό σοσιαλισμό, ως το πρώτο και μεταβατικό στάδιο προς τον κομμουνισμό.
[…] Οι μικρομπριγάδες, οι οποίες διαλύθηκαν για χάρη τέτοιων μηχανισμών, ξαναγεννιούνται τώρα, σαν φοίνικες από τις στάχτες τους και μας δείχνουν το πραγματικό νόημα αυτού του μαζικού κινήματος, το νόημα αυτού του επαναστατικού δρόμου για την επίλυση των προβλημάτων που οι θεωρητικοί, οι τεχνοκράτες, αυτοί οι οποίοι δεν έχουν πίστη στον άνθρωπο και αυτοί οι οποίοι πιστεύουν στον καπιταλισμό της δεκάρας, είχαν φρενάρει και αποδιοργανώσει. Έτσι μας οδηγούσαν σε επικίνδυνες καταστάσεις.
Στην πρωτεύουσα, όπου πρωτοαναπτύχθηκαν οι μικρομπριγάδες και μας πικραίνει πολύ η σκέψη ότι πριν από δεκαπέντε χρόνια είχαμε βρει μια άριστη λύση για ένα τόσο ζωτικό πρόβλημα, διαλύθηκαν όταν βρίσκονταν στο απόγειό τους. Και έτσι στην πρωτεύουσα δεν είχαμε το ανθρώπινο δυναμικό ούτε για χτίσουμε κατοικίες· έτσι, τα προβλήματα συσσωρεύονταν, με δεκάδες χιλιάδες αναστηλωμένα σπίτια να κινδυνεύουν να καταρρεύσουν και να σκοτωθούν άνθρωποι.
Τώρα οι μικρομπριγάδες αναγεννήθηκαν και στην πρωτεύουσα υπάρχουν ήδη περισσότερα από 20.000 μέλη μικρομπριγάδων. Δεν βρίσκονται σε αντίθεση με το κουτσό μας άλογο, με το Σύστημα Οικονομικής Διαχείρισης και Σχεδιασμού, γιατί απλώς τα μέλη των μπριγάδων πληρώνονται από το εργοστάσιο ή όποιον άλλο χώρο εργασίας τους στέλνει στο εργοτάξιο, ενώ ο μισθός του μέλους της μικρομπριγάδας αποδίδεται στο εργοστάσιο ή στον χώρο εργασίας από το κράτος. Η διαφορά είναι ότι εκεί που ο μικρομπριγαδίστας θα εργαζόταν κανονικά πέντε ή έξι ώρες, στη μικρομπριγάδα εργάζεται δέκα, έντεκα ή δώδεκα ώρες κάνοντας τη δουλειά δύο ή τριών ανθρώπων και η επιχείρηση εξοικονομεί χρήματα.
Ο καπιταλιστής της δεκάρας δεν μπορεί να πει ότι καταστρέφεται η επιχείρησή του. Αντίθετα, μπορεί να πει: «Βοηθούν την επιχείρηση. Κάνω τη δουλειά με τριάντα, σαράντα ή πενήντα λιγότερους ανθρώπους και ξοδεύω λιγότερα σε μισθούς». Μπορεί να πει: «Θα είμαι κερδοφόρος ή, τουλάχιστον, θα χάνω λιγότερα χρήματα· θα μοιράσω περισσότερα χρηματικά βραβεία και πριμ, μιας και τα έξοδα για μισθούς θα περιοριστούν». Οργανώνει καλύτερα την παραγωγή, βρίσκει σπίτια για τη συλλογικότητα των εργαζομένων οι οποίοι, με τη σειρά τους, είναι πιο ευχαριστημένοι γιατί έχουν σπίτια έτοιμα. Οικοδομούνται κοινωνικά έργα, όπως ειδικά σχολεία, πολυκλινικές, παιδικοί σταθμοί για τα παιδιά των εργαζόμενων γυναικών, για την οικογένεια.
Με λίγα λόγια, κάνουμε τώρα τόσα πολλά εξαιρετικά χρήσιμα πράγματα, τα οποία το κράτος τα προχωρά χωρίς να ξοδεύει ούτε ένα λεπτό του πέσο παραπάνω για μισθούς. Αυτά είναι πραγματικά θαύματα! Θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε τους καπιταλιστές της δεκάρας και τους κερδοσκόπους οι οποίοι έχουν τυφλή εμπιστοσύνη στους μηχανισμούς και στις καπιταλιστικές κατηγορίες: Μπορείτε να πραγματοποιήσετε ένα τέτοιο θαύμα; Θα καταφέρνατε να χτίσετε στην πρωτεύουσα 20.000 κατοικίες χωρίς να ξοδέψετε ούτε ένα λεπτό του πέσο παραπάνω σε μισθούς; Θα μπορούσατε να χτίσετε σε έναν χρόνο πενήντα παιδικούς σταθμούς, χωρίς να ξοδέψετε ούτε ένα λεπτό του πέσο παραπάνω σε μισθούς, όταν στο πενταετές πλάνο προβλεπόταν να χτιστούν μόλις πέντε και δεν χτίστηκαν ούτε αυτά, ενώ 19.500 μητέρες περίμεναν μια θέση για τα παιδιά τους την οποία δεν έβλεπαν ποτέ να ανοίγει.
Με αυτούς τους ρυθμούς, θα σας έπαιρνε 100 χρόνια! Έως τότε θα είχαν πεθάνει και ευτυχώς, το ίδιο θα είχαν πάθει και όλοι οι τεχνοκράτες, οι καπιταλιστές της δεκάρας και οι γραφειοκράτες οι οποίοι εμποδίζουν την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. [Χειροκροτήματα] Θα είχαν πεθάνει, χωρίς να δουν ποτέ τους τον εκατοστό παιδικό σταθμό.
Σε όσους θυμίζουν κάτι όλα αυτά, ας προσπαθήσουν να θυμηθούν τι αντέγραφε το δικό μας ΚΚ εκείνη την εποχή, τότε που στο διεθνές ΚΚ μεσουρανούσε η “επανάσταση μέσα στην επανάσταση” (βλ. Περεστρόικα).
Όσο αφορά “τα γενικά επιτελεία”, ας προσπαθήσουν να είναι πιο ψύχραιμα, πιο σεμνά και να μην αντιγράφουν παλιότερες μεθόδους, τουλάχιστον όσο αφορά την ιδεολογική πάλη μεταξύ των κομμουνιστών.
Ας δείξουμε λίγο περισσότερη εμπιστοσύνη στον κουβανικό λαό, στην Επανάστασή του και στην επαναστατική του ηγεσία.
Όσο αφορά “τα γενικά επιτελεία”, ας προσπαθήσουν να είναι πιο ψύχραιμα, πιο σεμνά και να μην αντιγράφουν παλιότερες μεθόδους, τουλάχιστον όσο αφορά την ιδεολογική πάλη μεταξύ των κομμουνιστών.
Ας δείξουμε λίγο περισσότερη εμπιστοσύνη στον κουβανικό λαό, στην Επανάστασή του και στην επαναστατική του ηγεσία.
12/2/2017
Bαγγέλης Γονατάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου