15 Νοεμβρίου 2015

Ευτυχώς που υπάρχουν…


Glenda Boza Ibarra

Πέρασε πολύς καιρός για να καταλάβω τον Τσε. Αναρωτιέμαι αν καταφέρω κάποια μέρα να σταθώ στο ύψος της δικής του αξίας. Έτσι κατανοώ το πραγματικό νόημα του αλτρουισμού, στο ύψος του παραδείγματος του Τσε.
Όταν άκουσα την ιστορία του για πρώτη φορά, πριν από είκοσι χρόνια, ένιωσα το πόσο υπέφερε από το άσμα, μιας και είναι το μοναδικό που έχουμε κοινό. Παρόλα αυτά από εκεί άρχισα να τον καταλαβαίνω.

Κατάλαβα εκείνες τις μέρες που τον χτυπούσε η κρίση “την διακεκομμένη αναπνοή”, όταν διέσχιζε την υγρή Σιέρα, την πυκνή ζούγκλα. Όταν επιζούσε από τις νύχτες με το σφύριγμα στο στήθος, με την αίσθηση ότι δεν μπορεί να γεμίσει τους πνεύμονές του με τον αέρα που κυκλοφορούσε και με το να σκέφτεται συνεχώς την πιθανότητα να πεθάνει. Μόνο τότε μπόρεσα να ξεχωρίσω την διαφορά ανάμεσά μας: εκείνος ποτέ δεν φοβήθηκε τον θάνατο.

Πως μπορείς να μην φοβάσαι να σταματήσεις να ζεις, να κλείσεις τα μάτια για πάντα;”, αναρωτήθηκα πριν από είκοσι χρόνια.

«Ευτυχώς που υπάρχουν/ αυτοί που δεν έχουν τίποτα να χάσουν/ ούτε καν τον θάνατο» θα μου απαντούσε αργότερα με ένα από τα τραγούδια του ο Σίλβιο Ροντρίγκες.

«Έχουν σαν συντροφιά τους την μέρα και την νύχτα/ και ιδρώνουν όταν έχει ζέστη/ και όταν κάνει κρύο, αλλάζουν μέρος/ δεν ελπίζουν να ριζώσουν πουθενά/ όμως ζουν / πυροβολώντας τις πληγές τους».

Φέτος, στις 8 του Οκτώβρη γύρισα πίσω στον χρόνο. Γύρισα στην αυλίτσα του σχολείου μου, σε εκείνη την ημέρα που κάποιος από την οικογένειά μου –ειλικρινά δεν θυμάμαι ποιος- έβαλε στον λαιμό μου το μπλε φουλάρι.

Γύρισα πίσω στο χρόνο και με είδα έτοιμη, νευρική και ανυπόμονη, δίπλα στις συμμαθήτριές μου του Δημοτικού, τις φίλες ολόκληρης της ζωής μου.

Έπιασα τον εαυτό μου να επαναλαμβάνει ότι θα γίνω όπως ο Τσε και σκέφτηκα πόσα έχω κάνει μέχρι τώρα, στα 27 μου χρόνια, για να εκπληρώσω αυτή την υπόσχεση που έδωσα στον εαυτό μου, τι έκανα καθημερινά κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων σαν πιονέρα. Ούτε καν γνωρίζω αν θα μπορέσω να γίνω σαν εκείνον, όμως το προσπαθώ.

Αισθάνθηκα πιο κοντά στον Τσε πριν από μόλις δέκα χρόνια, όταν ο πατέρας μου με σύστησε σε έναν από τους γεωφυσικούς μηχανικούς που αναζητούσαν και τελικά βρήκαν τα λείψανά του.

Ίσως ο Νοέλ Πέρες Μαρτίνες να μην με θυμάται. Ήμουν πολύ μικρή και χωμένη μέσα στην αγκαλιά του πατέρα μου τον άκουσα να μιλά πολύ χαμηλόφωνα, σαν από πολύ μακριά. Η αδερφή μου η Άρα, αντίθετα, φωτογραφιζόταν συνεχώς μαζί του.

Ήταν μια πολύ σημαντική φωτογραφία και ακόμα την έχουμε φυλαγμένη στο σπίτι. Ο Νοέλ είχε βρεθεί εκεί, στο μέρος όπου για 30 χρόνια βρίσκονταν τα οστά του Γκεβάρα, περιμένοντας να ανακαλυφθούν, περιμένοντας τους δικούς του.
Από εκείνη την ημέρα του 1997, ο Τσε μας συντροφεύει ακόμα περισσότερο. Τώρα το κάνει από το Μαυσωλείο του στην επαρχία Λας Βίγιας, εκεί όπου η παρουσία του είναι πιο ισχυρή, εκεί όπου σχεδόν τον νιώθεις, μπορείς να τον αγγίξεις.

Και είναι μεγάλη πρόκληση το να προσπαθήσεις να γίνεις σας εκείνον. Απαιτεί προσπάθεια. Ο Τσε ήταν ο νέος άνθρωπος, αυτός για τον οποίο μίλησε. «Έγινες ένα μοναδικό πλάσμα, έγινες ο ίδιος σου ο εαυτός, έδειξες ότι ο νέος άνθρωπος είναι δυνατόν να υπάρξει(…), γιατί υπάρχει, είσαι εσύ», του έγραψε η Χαϊντέ Σανταμαρία, όταν έμαθε για την δολοφονία του στην Βολιβία.

«Με τα δικά σου μάτια ανοιχτά, η Λατινική Αμερική πολύ σύντομα θα βρει τον δρόμο της», κι επιπλέον, εκείνος ποτέ δεν τα έκλεισε και το πνεύμα του περιδιαβαίνει όλη την ήπειρο, από το Ρίο Μπράβο μέχρι την Παταγονία.


Το πνεύμα του επίσης με συντροφεύει κάθε Ιούνιο και Οκτώβριο, και μερικές φορές πάντοτε. “Ευτυχώς που υπάρχουν/ ευτυχώς που υπάρχουν/ για να γινόμαστε…”.
Λουκία Κωνσταντίνου

1 σχόλιο:

Τα πιο διαβασμένα της βδομάδας

Ενδιαφέροντα ιστολόγια