Η εξασφάλιση της Citgo είναι προβληματική τόσο για τη Βενεζουέλα όσο και για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Citgo, με σημερινή αξία 10 δισ. δολάρια, εξαγοράστηκε από την κυβέρνηση της Βενεζουέλας το 1986, προκειμένου να πουλάει το αργό πετρέλαιο της χώρας στις ΗΠΑ. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, μια ρωσική εξαγορά της Citgo θα έθετε σε κίνδυνο την εθνική τους ασφάλεια, καθώς θα φέρει τη Ρωσία στη δεύτερη θέση των χωρών με τα περισσότερα δικαιώματα διύλισης στο αμερικανικό έδαφος.
Για να αποφευχθεί η ενδεχόμενη κατάληψη της Citgo, η προσωρινή κυβέρνηση της Βενεζουέλας, με την υποστήριξη της Αμερικής, με επικεφαλής τον Juan Guaido, άσκησε αγωγή σε περιφερειακό δικαστήριο των ΗΠΑ στη Νέα Υόρκη. Ωστόσο, περιφερειακό δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάσισε υπέρ των πιστωτών της Citgo, δηλώνοντας ότι «η Βενεζουέλα δεν έχει καμία εξουσία να εμποδίσει τους πιστωτές να επιβάλουν τα συμβατικά τους μέσα».
Tο 2016, η κυβέρνηση της Βενεζουέλας αναζητούσε απεγνωσμένα χρηματοδότηση, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Η οικονομία της κατέρρεε και το κράτος ήταν ήδη υπερχρεωμένο, με τις υποχρεώσεις του εξωτερικού χρέους να ξεπερνούν τα 150 δισ. δολάρια, αριθμός που ισοδυναμεί περίπου έξι φορές με τις εξαγωγές πετρελαίου της χώρας εκείνο το έτος.
Σε μια προσπάθεια επίλυσης της κατάστασης, η κυβέρνηση της Βενεζουέλας ζήτησε από ορισμένους από τους ομολογιούχους της να ανταλλάξουν τα ομόλογά τους με νέα ομόλογα, που θα έληγαν το 2020. Για να εξασφαλίσει τη συμφωνία, αξίας περίπου 3,4 δισ. δολαρίων, η κυβέρνηση έθεσε ως collateral το 50,1% των μετοχών της Citgo Petroleum Corporation, της κρατικής εταιρείας πετρελαίου της Βενεζουέλας με έδρα τις ΗΠΑ. Αργότερα, η κυβέρνηση της Βενεζουέλας υποθήκευσε το υπόλοιπο 49,9% των μετοχών της Citgo στη ρωσική πετρελαϊκή εταιρεία Rosneft, για δάνειο αξίας 1,5 δισ. δολαρίων.
Ωστόσο, ως αποτέλεσμα της αθέτησης του εξωτερικού χρέους της Βενεζουέλας πριν από έναν χρόνο, η Rosneft και οι υπόλοιποι πιστωτές επεδίωξαν να καταλάβουν τον έλεγχο της Citgo.
Η εξασφάλιση της Citgo είναι προβληματική τόσο για τη Βενεζουέλα όσο και για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Citgo, με σημερινή αξία 10 δισ. δολάρια, εξαγοράστηκε από την κυβέρνηση της Βενεζουέλας το 1986, προκειμένου να πουλάει το αργό πετρέλαιο της χώρας στις ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, η εταιρεία με έδρα το Χιούστον έχει σημαντική στρατηγική σημασία για την οικονομία της Βενεζουέλας.
Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, μια ρωσική εξαγορά της Citgo θα έθετε σε κίνδυνο την εθνική τους ασφάλεια, καθώς θα φέρει τη Ρωσία στη δεύτερη θέση των χωρών με τα περισσότερα δικαιώματα διύλισης στο αμερικανικό έδαφος. Η Citgo διαθέτει αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου σε ολόκληρη τη χώρα, περίπου 5.000 πρατήρια βενζίνης σε 30 πολιτείες και τρία μεγάλα διυλιστήρια, με δυνατότητα επεξεργασίας 750.000 βαρελιών πετρελαίου την ημέρα, κατέχοντας το έκτο μεγαλύτερο δίκτυο διυλιστηρίων στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Για να αποφευχθεί η ενδεχόμενη κατάληψη της Citgo, η προσωρινή κυβέρνηση της Βενεζουέλας, με την υποστήριξη της Αμερικής, με επικεφαλής τον Juan Guaido, άσκησε αγωγή σε περιφερειακό δικαστήριο των ΗΠΑ στη Νέα Υόρκη. Στην αγωγή, οι ενάγοντες υποστήριξαν ότι τα ομόλογα, που εξασφάλισε η Citgo, ήταν «άκυρα», καθώς εκδόθηκαν χωρίς την έγκριση της εθνικής συνέλευσης της Βενεζουέλας.
Ωστόσο, περιφερειακό δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάσισε υπέρ των πιστωτών της Citgo, δηλώνοντας ότι «η Βενεζουέλα δεν έχει καμία εξουσία να εμποδίσει τους πιστωτές να επιβάλουν τα συμβατικά τους μέσα». Το δικαστήριο θεώρησε ότι μια απόφαση υπέρ των εναγόντων θα έθετε σε κίνδυνο το καθεστώς της Νέας Υόρκης ως ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα στον κόσμο και ότι «οι πιστωτές που δικαιούνται πληρωμή στις Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να θεωρήσουν ότι οι πληρωμές καθορίζονται σύμφωνα με τις αναγνωρισμένες αρχές του δικαίου των συμβάσεων».
Λόγω αυτής της απόφασης του δικαστηρίου, το Υπουργείο Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών είναι πλέον το μόνο θεσμικό όργανο που μπορεί να σταματήσει την ανάληψη ελέγχου της Citgo από τη Rosneft. Τον Οκτώβριο του 2019, το Υπουργείο Οικονομικών εξέδωσε απαγόρευση, που εμποδίζει την πώληση και τη μεταφορά μετοχών της Citgo. Στη συνέχεια, η απαγόρευση ανανεώθηκε και ισχύει πλέον έως τις 19 Ιανουαρίου, την παραμονή της ανάληψης της προεδρίας από τον Τζο Μπάιντεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου